Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διαστόλιον
διάστολον
διαστομαλίζομαι
διαστόμωσις
διαστομωτρίς
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφεύς
διαστροφή
διάστροφος
View word page
διάστρα
διάστρα, ,(διάζω)
A). warp set up in a loom, Gloss.


ShortDef

warp set up in a loom

Debugging

Headword:
διάστρα
Headword (normalized):
διάστρα
Headword (normalized/stripped):
διαστρα
IDX:
25938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάστρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">διάζω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">warp set up in a loom,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}