Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διαστόλιον
διάστολον
διαστομαλίζομαι
διαστόμωσις
διαστομωτρίς
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφεύς
διαστροφή
View word page
διαστοχάζομαι
διαστοχάζομαι,
A). guess, Hsch. s.v. διατεκμαίρομαι.


ShortDef

guess

Debugging

Headword:
διαστοχάζομαι
Headword (normalized):
διαστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστοχαζομαι
IDX:
25937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστοχάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">guess,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">διατεκμαίρομαι.</span> </div> </div><br><br>'}