Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διαστόλιον
διάστολον
διαστομαλίζομαι
διαστόμωσις
διαστομωτρίς
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διάστρεμμα
διαστρέφω
View word page
διαστομαλίζομαι
διαστομᾰλίζομαι· λοιδορέω, in impf., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαστομαλίζομαι
Headword (normalized):
διαστομαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστομαλιζομαι
IDX:
25934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστομᾰλίζομαι·</span> <span class="foreign greek">λοιδορέω,</span> in impf., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}