Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διαστόλιον
διάστολον
διαστομαλίζομαι
διαστόμωσις
διαστομωτρίς
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
View word page
διαστόλιον
διαστόλ-ιον, τό,
A). = διαστολεύς 1 , Hippiatr. 16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαστόλιον
Headword (normalized):
διαστόλιον
Headword (normalized/stripped):
διαστολιον
IDX:
25932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστόλ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαστολεύς</span> <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 16 </span>.</div> </div><br><br>'}