Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διαστόλιον
διάστολον
διαστομαλίζομαι
διαστόμωσις
διαστομωτρίς
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
View word page
διαστολικόν
διαστολ-ικόν
,
τό
,
A).
official notification of payment due, writ,
POxy.
68.33
(ii A. D.), al.; in full,
δ. ὑπόμνημα
BGU
613.18
.
ShortDef
official notification of payment due, writ
Debugging
Headword:
διαστολικόν
Headword (normalized):
διαστολικόν
Headword (normalized/stripped):
διαστολικον
IDX:
25931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25932
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστολ-ικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">official notification of payment due, writ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 68.33 </span> (ii A. D.), al.; in full, <span class="quote greek">δ. ὑπόμνημα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 613.18 </span> .</div> </div><br><br>'}