Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστήρ
διαστηρίζω
διάστησις
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διαστόλιον
διάστολον
διαστομαλίζομαι
View word page
διαστίκτης
δια-στίκτης, ου, ,
A). one who punctuates, Gloss.


ShortDef

one who punctuates

Debugging

Headword:
διαστίκτης
Headword (normalized):
διαστίκτης
Headword (normalized/stripped):
διαστικτης
IDX:
25924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-στίκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who punctuates,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}