Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστέλλω
διάστεμα
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστήρ
διαστηρίζω
διάστησις
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
View word page
διαστιγμή
δια-στιγμή, ,
A). punctuation, Gloss.


ShortDef

punctuation

Debugging

Headword:
διαστιγμή
Headword (normalized):
διαστιγμή
Headword (normalized/stripped):
διαστιγμη
IDX:
25921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-στιγμή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">punctuation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}