Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστεμα
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστήρ
διαστηρίζω
διάστησις
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
View word page
διαστήρ
διαστήρ
,
ῆρος
,
ὁ
, dub. sens. in
PLond.
3.1164.9
(iii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαστήρ
Headword (normalized):
διαστήρ
Headword (normalized/stripped):
διαστηρ
IDX:
25917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25918
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.1164.9 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}