Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστασιάζω
διάστασις
διαστάτης
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστεμα
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστήρ
διαστηρίζω
διάστησις
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
View word page
διάστενος
διάστενος, ον,
A). very narrow, Gal. 19.444 .


ShortDef

very narrow

Debugging

Headword:
διάστενος
Headword (normalized):
διάστενος
Headword (normalized/stripped):
διαστενος
IDX:
25913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάστενος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very narrow,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.444 </span>.</div> </div><br><br>'}