Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστάτης
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστεμα
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστήρ
διαστηρίζω
διάστησις
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
View word page
διάστεμα
διάστεμα,
A). = διάστημα , PRyl. 207a27 (ii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάστεμα
Headword (normalized):
διάστεμα
Headword (normalized/stripped):
διαστεμα
IDX:
25912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάστεμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάστημα</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 207a27 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}