Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διασπουδάζω
διασσάω
διᾴσσω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταθμίζω
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστάτης
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
View word page
διασταλμός
διασταλ-μός
,
ὁ
,
A).
assessment for taxation,
PLond.
5.1686.17
(vi A. D.).
ShortDef
assessment for taxation
Debugging
Headword:
διασταλμός
Headword (normalized):
διασταλμός
Headword (normalized/stripped):
διασταλμος
IDX:
25899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25900
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασταλ-μός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assessment for taxation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 5.1686.17 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}