Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασπορεύς
διασπουδάζω
διασσάω
διᾴσσω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταθμίζω
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστάτης
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
View word page
διάσταλμα
διάσταλ-μα, ατος, τό,
A). ordinance, regulation, BGU 913.9 (iii A. D.).


ShortDef

ordinance, regulation

Debugging

Headword:
διάσταλμα
Headword (normalized):
διάσταλμα
Headword (normalized/stripped):
διασταλμα
IDX:
25898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25899
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάσταλ-μα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ordinance, regulation</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 913.9 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}