Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασσάω
διᾴσσω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταθμίζω
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
View word page
διᾴσσω
διᾴσσω, Att. διᾴττω, v. sub διαΐσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διᾴσσω
Headword (normalized):
διᾴσσω
Headword (normalized/stripped):
διασσω
IDX:
25891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾴσσω</span>, Att. <span class="orth greek">διᾴττω</span>, v. sub <span class="foreign greek">διαΐσσω.</span> </div><br><br>'}