Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἴξ
ἄϊξ
ἀΐξασκε
αἰξωνεύομαι
αἰολάομαι
αἰόλειος
Αἰολεύς
αἰολέω
αἰόλησις
αἰολίας
αἰολίδας
αἰολίζω
αἰόλισμα
αἰολιστί
αἰόλλω
αἰολόβουλος
αἰολοβρόντης
αἰολόδακρυς
αἰολοδείκτης
αἰολόδειρος
αἰολόδωρος
View word page
αἰολίδας
αἰολίδας· ποικίλους, ταχεῖς, Hsch.


ShortDef

son of Aiolos

Debugging

Headword:
αἰολίδας
Headword (normalized):
αἰολίδας
Headword (normalized/stripped):
αιολιδας
IDX:
2587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2588
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰολίδας·</span> <span class="foreign greek">ποικίλους, ταχεῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}