Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαθίζω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
View word page
διάσοφος
διάσοφος, ον,
A). very wise, dub. l. in Lyr.Adesp. 135 .


ShortDef

very wise

Debugging

Headword:
διάσοφος
Headword (normalized):
διάσοφος
Headword (normalized/stripped):
διασοφος
IDX:
25871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάσοφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very wise,</span> dub. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Adesp.</span> 135 </span>.</div> </div><br><br>'}