Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαθίζω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
View word page
διασμύχομαι
διασμύχομαι [ῡ],
A). smoulder, πῦρ διασμυχόμενον Ph. 2.143 .


ShortDef

smoulder

Debugging

Headword:
διασμύχομαι
Headword (normalized):
διασμύχομαι
Headword (normalized/stripped):
διασμυχομαι
IDX:
25867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασμύχομαι</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smoulder,</span> <span class="quote greek">πῦρ διασμυχόμενον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:143" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.143/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.143 </a> .</div> </div><br><br>'}