Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκεύασμα
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
View word page
διασκεύασμα
διασκεύ-ασμα,
A). gloss on διάγματα , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασκεύασμα
Headword (normalized):
διασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
διασκευασμα
IDX:
25841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25842
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκεύ-ασμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διάγματα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}