Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκεύασμα
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
View word page
διασκέπτομαι
διασκέπ-τομαι,
A). = διασκοπέω , Luc. Vit.Auct. 27 , VH 2.18 .


ShortDef

examine

Debugging

Headword:
διασκέπτομαι
Headword (normalized):
διασκέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
διασκεπτομαι
IDX:
25839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκέπ-τομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διασκοπέω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg024:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg024:27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Vit.Auct.</span> 27 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 2.18 </span>.</div> </div><br><br>'}