Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκεύασμα
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
View word page
διασκεπτικός
διασκεπ-τικός, , όν,
A). cautious, considerate, Poll. 1.178 .


ShortDef

cautious, considerate

Debugging

Headword:
διασκεπτικός
Headword (normalized):
διασκεπτικός
Headword (normalized/stripped):
διασκεπτικος
IDX:
25838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25839
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκεπ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cautious, considerate,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:178" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.178/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.178 </a>.</div> </div><br><br>'}