Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκεύασμα
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
View word page
διάσκεμμα
διάσκεμμα, ατος, τό,
A). observation, Gal. 1.293 (pl.).


ShortDef

observation

Debugging

Headword:
διάσκεμμα
Headword (normalized):
διάσκεμμα
Headword (normalized/stripped):
διασκεμμα
IDX:
25835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάσκεμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">observation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.293 </span>(pl.).</div> </div><br><br>'}