Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκεύασμα
διασκευαστής
διασκευαστικός
View word page
διασκάλων2
διασκάλων, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
διασκάλων2
Headword (normalized):
διασκάλων
Headword (normalized/stripped):
διασκαλων2
IDX:
25833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25834
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκάλων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}