Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκεύασμα
διασκευαστής
View word page
διασκελίδα
διασκελίδα· σπυρίδα ἣν ἔνιοι


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασκελίδα
Headword (normalized):
διασκελίδα
Headword (normalized/stripped):
διασκελιδα
IDX:
25832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκελίδα·</span> <span class="foreign greek">σπυρίδα ἣν ἔνιοι</span> </div><br><br>'}