Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκάλων1
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκεύασμα
View word page
διασκεδαστικός
διασκεδ-αστικός, , όν,
A). fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc. 3.80 , cf. 5.115 .


ShortDef

fitted for dispersing

Debugging

Headword:
διασκεδαστικός
Headword (normalized):
διασκεδαστικός
Headword (normalized/stripped):
διασκεδαστικος
IDX:
25831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκεδ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fitted for dispersing</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">digesting,</span> <span class="quote greek">ἀρχομένης ὑποχύσεως</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.80 </span> , cf. <span class="bibl"> 5.115 </span>.</div> </div><br><br>'}