Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκαλεύω
διασκάλλω
διασκάλων1
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
View word page
διασκεδασμός
διασκεδ-ασμός, ,
A). scattering, Hsch. s.v. Φαραά.


ShortDef

scattering

Debugging

Headword:
διασκεδασμός
Headword (normalized):
διασκεδασμός
Headword (normalized/stripped):
διασκεδασμος
IDX:
25829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκεδ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scattering,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Φαραά.</span> </div> </div><br><br>'}