Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασκαίρω
διασκαλεύω
διασκάλλω
διασκάλων1
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
View word page
διασκέδασις
διασκέδ-ᾰσις, εως, ,
A). scattering, Thd. Is. 24.19 .


ShortDef

scattering

Debugging

Headword:
διασκέδασις
Headword (normalized):
διασκέδασις
Headword (normalized/stripped):
διασκεδασις
IDX:
25828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκέδ-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scattering,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 24.19 </span>.</div> </div><br><br>'}