Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασιλλαίνω
διασιλλόω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκαλεύω
διασκάλλω
διασκάλων1
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίδα
διασκάλων2
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
View word page
διασκατόομαι
διασκᾰτόομαι, Pass.,
A). to be befouled or filthy, ἄνανδρος καὶ διεσκατωμένη τρυφή, of the Epicureans, Diog.Sinop. 1 .


ShortDef

to be befouled

Debugging

Headword:
διασκατόομαι
Headword (normalized):
διασκατόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασκατοομαι
IDX:
25825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκᾰτόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be befouled</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">filthy,</span> <span class="foreign greek">ἄνανδρος καὶ διεσκατωμένη τρυφή,</span> of the Epicureans, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0334.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0334.tlg001:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diog.Sinop.</span> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}