Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιλλόω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκαλεύω
διασκάλλω
διασκάλων1
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
View word page
διασκάλων1
διασκάλων,
A). v. διασκελίδα.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
διασκάλων1
Headword (normalized):
διασκάλων
Headword (normalized/stripped):
διασκαλων1
IDX:
25821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25822
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασκάλων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διασκελίδα.</span> </div> </div><br><br>'}