Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιλλόω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκαλεύω
διασκάλλω
διασκάλων1
διασκανδικίζω
View word page
διασθενέω
διασθενέω,
A). to be exhausted, of soil, POxy. 1502v6 (iii A. D.).


ShortDef

to be exhausted

Debugging

Headword:
διασθενέω
Headword (normalized):
διασθενέω
Headword (normalized/stripped):
διασθενεω
IDX:
25812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασθενέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be exhausted,</span> of soil, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1502v6 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}