διάσημος
διάσημ-ος, ον,(σῆμα)
II). conspicuous, eminent, Hippias Soph. 4 ( Sup.), Dio 54 ; δ. κράνος TG 17 ; γένει καὶ ἀξίᾳ BMus.Inscr. 481 *. 15 (ii A. D.): esp. in Sup., διασημοτάτη πόλις Epigr.Gr. 904 (Erythrae); διασημότατος, = Lat. clarissimus, ; = 3.635 perfectissimus, δ. ἡγεμών BGU 198.5 (ii A. D.), al., Epigr.Gr. 1078.10 (Adana); ἐπίτροπος Sammelb. 4421.5 (iii A. D.).