Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιλλόω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκαλεύω
View word page
διασημειόομαι
διασημ-ειόομαι,
A). cause to be placed on record, Inscr. Magn. 117.3 (ii A. D.).


ShortDef

cause to be placed on record

Debugging

Headword:
διασημειόομαι
Headword (normalized):
διασημειόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασημειοομαι
IDX:
25809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25810
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασημ-ειόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause to be placed on record, Inscr. Magn.</span> <span class="bibl"> 117.3 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}