Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διασαφίζω
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιλλόω
διασιωπάω
διασκαίρω
View word page
διασημασία
διασημ-ᾰσία
,
ἡ
,
A).
method of marking,
Ptol.
Alm.
7.4
,
8.3
(pl.).
ShortDef
method of marking
Debugging
Headword:
διασημασία
Headword (normalized):
διασημασία
Headword (normalized/stripped):
διασημασια
IDX:
25808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25809
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασημ-ᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">method of marking,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 7.4 </span>, <span class="bibl"> 8.3 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}