Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασαφητέον
διασαφητικός
διασαφίζω
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιλλόω
View word page
διασηκόω
διασηκόω,
A). weigh, Suid. s.v. βαστάσας.


ShortDef

weigh

Debugging

Headword:
διασηκόω
Headword (normalized):
διασηκόω
Headword (normalized/stripped):
διασηκοω
IDX:
25806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25807
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασηκόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weigh,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">βαστάσας.</span> </div> </div><br><br>'}