Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασάττω
διασαυλόομαι
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασαφηνέω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διασαφίζω
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
View word page
διάσεισμα
διά-σεισμα, ατος, τό,
A). extortion, BGU 1138.11 (i B. C.).


ShortDef

extortion

Debugging

Headword:
διάσεισμα
Headword (normalized):
διάσεισμα
Headword (normalized/stripped):
διασεισμα
IDX:
25800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25801
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-σεισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extortion</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1138.11 </span> (i B. C.).</div> </div><br><br>'}