Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασαρδανόω
διασαρκωνίζω
διασάτηρ
διασάττω
διασαυλόομαι
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασαφηνέω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διασαφίζω
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
View word page
διασαφηνέω
διασᾰφ-ηνέω, = foreg., dub. in Hp. Ep. 12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασαφηνέω
Headword (normalized):
διασαφηνέω
Headword (normalized/stripped):
διασαφηνεω
IDX:
25794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασᾰφ-ηνέω</span>, = foreg., dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 12 </a>.</div><br><br>'}