Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασαικωνίζω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασαρδανόω
διασαρκωνίζω
διασάτηρ
διασάττω
διασαυλόομαι
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασαφηνέω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διασαφίζω
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
View word page
διασαυλόομαι
διασαυλόομαι, strengthd. for σαυλόομαι, Ar. Fr. 624 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασαυλόομαι
Headword (normalized):
διασαυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασαυλοομαι
IDX:
25791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασαυλόομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">σαυλόομαι,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:624" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:624/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 624 </a>.</div><br><br>'}