Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δίαρχοι
διάρχω
διαρωχμίας
διασαικωνίζω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασαρδανόω
διασαρκωνίζω
διασάτηρ
διασάττω
διασαυλόομαι
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασαφηνέω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διασαφίζω
View word page
διασαρκωνίζω
διασαρκων-ίζω, = foreg., Hsch. (also διασαρκων-σαρωνίζω); but διασαρκών-ισμα· ἀσελγές τι σχῆμα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασαρκωνίζω
Headword (normalized):
διασαρκωνίζω
Headword (normalized/stripped):
διασαρκωνιζω
IDX:
25788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασαρκων-ίζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (also <span class="orth greek">διασαρκων-σαρωνίζω</span>); but <span class="orth greek">διασαρκών-ισμα·</span> <span class="foreign greek">ἀσελγές τι σχῆμα,</span> Id.</div><br><br>'}