Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτισμός
διαρτύω
διαρύτω
Δίαρχοι
διάρχω
διαρωχμίας
διασαικωνίζω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασαρδανόω
διασαρκωνίζω
διασάτηρ
διασάττω
διασαυλόομαι
View word page
διασαικωνίζω
διασαικωνίζω,
A). v. διασαλακωνίζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασαικωνίζω
Headword (normalized):
διασαικωνίζω
Headword (normalized/stripped):
διασαικωνιζω
IDX:
25781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασαικωνίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διασαλακωνίζω.</span> </div> </div><br><br>'}