Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτισμός
διαρτύω
διαρύτω
Δίαρχοι
διάρχω
διαρωχμίας
διασαικωνίζω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασαρδανόω
διασαρκωνίζω
View word page
Δίαρχοι
Δίαρχοι, οἱ,
A). the Hellenodicae, Hsch.


ShortDef

the Hellenodicae

Debugging

Headword:
Δίαρχοι
Headword (normalized):
δίαρχοι
Headword (normalized/stripped):
διαρχοι
IDX:
25778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25779
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δίαρχοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the Hellenodicae,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}