Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτισμός
διαρτύω
διαρύτω
Δίαρχοι
διάρχω
διαρωχμίας
διασαικωνίζω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
View word page
διαρτισμός
διαρτ-ισμός
,
ὁ
, = foreg.,
Sm.
Ez.
4.12
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαρτισμός
Headword (normalized):
διαρτισμός
Headword (normalized/stripped):
διαρτισμος
IDX:
25775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25776
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρτ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ez.</span> 4.12 </span>.</div><br><br>'}