Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυσις
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτισμός
διαρτύω
διαρύτω
View word page
διαρταβία
διαρτᾰβ-ία, ,
A). tax of two ἀρτάβαι, PTeb. 2p.178 .


ShortDef

tax of two

Debugging

Headword:
διαρταβία
Headword (normalized):
διαρταβία
Headword (normalized/stripped):
διαρταβια
IDX:
25767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25768
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρτᾰβ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tax of two</span> <span class="foreign greek">ἀρτάβαι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 2p.178 </span>.</div> </div><br><br>'}