Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυσις
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
View word page
διαρρύομαι
διαρρύομαι,
A). deliver, τινὰ ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου Ph. 1.95 .


ShortDef

deliver

Debugging

Headword:
διαρρύομαι
Headword (normalized):
διαρρύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαρρυομαι
IDX:
25759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρρύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deliver,</span> <span class="quote greek">τινὰ ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:95" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.95/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.95 </a> .</div> </div><br><br>'}