Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυσις
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
View word page
διαρρυμβονάω
διαρρυμβονάω,
A). scatter, dissipate, in aor. 1, Hsch.


ShortDef

scatter, dissipate

Debugging

Headword:
διαρρυμβονάω
Headword (normalized):
διαρρυμβονάω
Headword (normalized/stripped):
διαρρυμβοναω
IDX:
25758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρρυμβονάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scatter, dissipate,</span> in aor. 1, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}