Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
View word page
διαρροιζέω
διαρροιζέω,
A). to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S. Tr. 568 .


ShortDef

to whizz through

Debugging

Headword:
διαρροιζέω
Headword (normalized):
διαρροιζέω
Headword (normalized/stripped):
διαρροιζεω
IDX:
25750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρροιζέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to whizz through,</span> <span class="foreign greek">διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός</span>] <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg001.perseus-grc1:568" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg001.perseus-grc1:568/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tr.</span> 568 </a>.</div> </div><br><br>'}