Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάρρησις
διαρρήσσω
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
View word page
διάρροδος
διάρροδος, ον,
A). compounded of roses, κολλούριον Gal. 12.765 .


ShortDef

compounded of roses

Debugging

Headword:
διάρροδος
Headword (normalized):
διάρροδος
Headword (normalized/stripped):
διαρροδος
IDX:
25746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25747
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάρροδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compounded of roses,</span> <span class="quote greek">κολλούριον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.765 </span> .</div> </div><br><br>'}