Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρήσσω
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
View word page
διαρρήκτης
διαρρήκτης, ου, ,
A). plotter, Hsch.


ShortDef

plotter

Debugging

Headword:
διαρρήκτης
Headword (normalized):
διαρρήκτης
Headword (normalized/stripped):
διαρρηκτης
IDX:
25734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρρήκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plotter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}