Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρήσσω
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
View word page
διάρρηγμα
διάρρηγμα, ατος, τό,
A). fragment, prob. in Hsch. s.v. κεάσματα.


ShortDef

fragment

Debugging

Headword:
διάρρηγμα
Headword (normalized):
διάρρηγμα
Headword (normalized/stripped):
διαρρηγμα
IDX:
25731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάρρηγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fragment,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κεάσματα.</span> </div> </div><br><br>'}