Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρvέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διάρπασις
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
View word page
διάρραμμα
διάρραμμα, ατος, τό,(διαρράπτω)
A). seam, Plu. 2.978a .


ShortDef

seam

Debugging

Headword:
διάρραμμα
Headword (normalized):
διάρραμμα
Headword (normalized/stripped):
διαρραμμα
IDX:
25722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάρραμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<span class="etym greek">διαρράπτω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">seam,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.978a </span>.</div> </div><br><br>'}