Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρvέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διάρπασις
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
View word page
διάρουρον
διάρουρον
,
τό
,
A).
plot of two
ἄρουραι,
PBas.
17.3
(i A. D.).
ShortDef
plot of two
Debugging
Headword:
διάρουρον
Headword (normalized):
διάρουρον
Headword (normalized/stripped):
διαρουρον
IDX:
25714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25715
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάρουρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plot of two</span> <span class="foreign greek">ἄρουραι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PBas.</span> 17.3 </span> (i A. D.).</div> </div><br><br>'}