Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαρθρέω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διαριθμητικός
διάρινον
διάριον
διαρίπτω
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρvέομαι
διαρόγχαι
View word page
διαρίπτω
διαρίπτω, poet. for διαρρίπτω, dub. l. in Ar. Th. 665 (lyr.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαρίπτω
Headword (normalized):
διαρίπτω
Headword (normalized/stripped):
διαριπτω
IDX:
25703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25704
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρίπτω</span>, poet. for <span class="foreign greek">διαρρίπτω,</span> dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg008.perseus-grc1:665" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg008.perseus-grc1:665/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 665 </a>(lyr.).</div><br><br>'}