Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάρημα
διαρθρέω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διαριθμητικός
διάρινον
διάριον
διαρίπτω
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρvέομαι
View word page
διάριον
διάριον, τό, = Lat.
A). diarium, day-wage, POxy. 1729 (iv A. D.), etc.


ShortDef

diarium, day-wage

Debugging

Headword:
διάριον
Headword (normalized):
διάριον
Headword (normalized/stripped):
διαριον
IDX:
25702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25703
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">diarium, day-wage,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1729 </span> (iv A. D.), etc.</div> </div><br><br>'}